- απληστία
- ηαχορτασιά, πλεονεξία: Η απληστία του ανθρώπου αυτού δεν έχει όρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπληστία — ἀπληστίᾱ , ἀπληστία insatiate desire fem nom/voc/acc dual ἀπληστίᾱ , ἀπληστία insatiate desire fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστίᾳ — ἀπληστίαι , ἀπληστία insatiate desire fem nom/voc pl ἀπληστίᾱͅ , ἀπληστία insatiate desire fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απληστία — η (AM ἀπληστία) ακόρεστη επιθυμία, πλεονεξία … Dictionary of Greek
ἀπληστίας — ἀπληστίᾱς , ἀπληστία insatiate desire fem acc pl ἀπληστίᾱς , ἀπληστία insatiate desire fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστίαι — ἀπληστία insatiate desire fem nom/voc pl ἀπληστίᾱͅ , ἀπληστία insatiate desire fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστίαν — ἀπληστίᾱν , ἀπληστία insatiate desire fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστίαις — ἀπληστία insatiate desire fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστίην — ἀπληστία insatiate desire fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστίης — ἀπληστία insatiate desire fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστίῃ — ἀπληστία insatiate desire fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)